σπείρουλα

σπείρουλα
η, Ν
ζωολ. γένος θαλάσσιων κεφαλοπόδων μαλακίων που ανήκει στην οικογένεια σπειρουλίδες τής τάξης σηπιοειδή και ζει σε μεγάλα βάθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spirula < λατ. spirula < λατ. spira < σπείρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… …   Dictionary of Greek

  • αμμωνίτες — Θαλάσσια μαλάκια που ανήκουν στην τάξη των κεφαλοπόδων και έχουν εκλείψει. Οι α. εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα, έζησαν και αναπτύχθηκαν κυρίως στον μεσοζωικό αιώνα, κατά το τέλος του οποίου εξαφανίστηκαν ύστερα από 250 300… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”